Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ?Βουλή των Εφήβων? οργανώνεται από τη Βουλή των Ελλήνων σε συνεργασία με τα Υπουργεία Ελλάδας και Κύπρου. Απευθύνεται στους μαθητές των Λυκείων με σκοπό να καλλιεργήσει το ενδιαφέρον τους για τα κοινά και να τους ενθαρρύνει να διατυπώσουν τους προβληματισμούς και τις προτάσεις τους πάνω σε θέματα που τους απασχολούν.
Οι μαθήτριες του σχολείου μας συμμετέχουν στο πρόγραμμα από τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του(1995-1996).
Υπεύθυνες για τη διεξαγωγή του προγράμματος είναι οι φιλόλογοι καθηγήτριες Γαρυφαλάκη Άννα για τη Β΄ Λυκείου και Κανελετοπούλου Χαραλαμπία για την Α΄ Λυκείου.
Η μαθήτρια της Γ΄ Τάξης Παλόγλου Σοφία-Μαρία επελέγη βουλευτής-έφηβος. Η εργασία της, που αναφέρεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, περιέχει ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για τα στοιχεία που συνδέουν τους δύο λαούς και ολοκληρώνει με προτάσεις, που, όπως υποστηρίζει , θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά στην ειρηνική συνύπαρξη, αλλά και την αρμονική συνεργασία Ελλήνων και Τούρκων. "Μένουμε στην ίδια γειτονιά, αντίκρυ-αντίκρυ. Μας χωρίζει μια στενή λωρίδα θάλασσας και ακόμα χίλια περίπου χρόνια προστριβών και συγκρούσεων. Αναφέρομαι στην Τουρκία, τη χώρα που μέχρι πρότινος αποτελούσε το μεγαλύτερο εχθρό της Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια επιχειρείται συστηματικά η καλλιέργεια ενός κλίματος φιλίας και συνεργασίας με τον όμορο λαό. Η ελληνοτουρκική αυτή προσέγγιση, όμως, έχει διχάσει την ελληνική κοινή γνώμη, η οποία δέχεται πολλά και αντικρουόμενα ερεθίσματα. Αφενός, κατακλύζεται από εθνικιστικές "κορώνες" και "πατριωτικούς" λόγους εναντίον των "παλιότουρκων". Αφετέρου, βομβαρδίζεται από θερμούς εναγκαλισμούς Ελλήνων και Τούρκων πολιτικών και διακηρύξεις ελληνοτουρκικής φιλίας. Καθοριστικό ρόλο στην ελληνοτουρκική προσέγγιση διαδραμάτισε η οικονομία. Οικονομικοί παράγοντες των δύο χωρών, εδώ και πολλά χρόνια, ανέπτυξαν σταδιακά οικονομικές δραστηριότητες συνεργαζόμενοι σε διάφορα επίπεδα (εμπόριο, βιομηχανία, χρηματιστηριακές επενδύσεις). Σ' αυτήν την εξέλιξη συνέβαλε καταλυτικά το νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που επέβαλε στα εθνικά κράτη την άρση του προστατευτισμού και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, αγαθών και εργατικού δυναμικού μεταξύ των κρατών. Οι οικονομικές συναλλαγές των Ελλήνων και Τούρκων επιχειρηματιών προσκρούουν συχνά σε εμπόδια από το παρελθόν. Ασκούν πιέσεις στους πολιτικούς των δύο χωρών επιζητώντας την επίλυση των διαφορών που αποτελούν τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων. Τον ελληνοτουρκικό διάλογο δυσχεραίνει η μακραίωνη αντιπαράθεση των δύο λαών που έχει δημιουργήσει λαϊκές παραδόσεις και έθιμα, τα οποία επιβάλλουν αγκυλώσεις. Απέναντι στις προκαταλήψεις αυτές οι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι επιστρατεύουν όλες τις διπλωματικές τους ικανότητες προβάλλοντας τα κοινά στοιχεία των δύο πολιτισμών. Άλλωστε, η επαφή Ελλήνων και Τούρκων ανά τους αιώνες, που είχε ως αποτέλεσμα την πολιτιστική αλληλεπίδραση, συντέλεσε στη διαμόρφωση συνηθειών, συμπεριφορών και προτύπων όμοιων ή παραπλήσιων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η ομοιότητα στα φαγητά, στη μουσική, στο θέατρο σκιών, ο καφές, που πρόσφατα αντικαταστάθηκε από το τσάι στην Τουρκία, ή η μαντήλα, που την αποποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια οι Ελληνίδες. Κατά τη γνώμη μου, τα κοινά πολιτιστικά στοιχεία οφείλονται στους εξισλαμισμούς των χριστιανών Ελλήνων ιδιαίτερα στη Μ. Ασία πριν από τους Οθωμανούς. Οι άνθρωποι αυτοί εξαναγκάζονταν να αλλαξοπιστήσουν, χωρίς να εγκαταλείψουν τα έθιμά τους. Έτσι, βλέπουμε ότι οι Μουσουλμάνοι Πόντιοι τραγουδούν και χορεύουν ίδιους σκοπούς με τους Έλληνες Πόντιους. Επίσης, σε περιπτώσεις γάμου μεταξύ μουσουλμάνων και Ελληνίδων, οι Ελληνίδες διατηρούσαν και μετέδιδαν τα έθιμα των οικογενειών τους στη νέα τους οικογένεια (ο γάμος χριστιανού με μουσουλμάνα απαγορευόταν ρητά από τον ισλαμικό νόμο, τη σαρία). Η θρησκεία είναι ένας παράγοντας που επέδρασε σημαντικά στις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αισθανόταν βαριά τη σκιά του Ισλάμ και έβλεπε με πόνο τη συνεχή απώλεια του πληρώματός της. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ένα θεοκρατικό κράτος, όπου ίσχυε ο ισλαμικός νόμος "σαρία" και ο Σουλτάνος ήταν ταυτόχρονα χαλίφης, δηλαδή και πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης. Επομένως, το Ισλάμ όντας η κρατική θρησκεία προσπαθούσε να επεκταθεί σε βάρος των χριστιανών για να ενισχύσει την κρατική εξουσία. Η σύγκρουση, λοιπόν, ήταν θανάσιμη και καθόριζε την "εικόνα" του κάθε λαού για τον "άλλον". Ένα παράδειγμα της καθοριστικής επίδρασης της σύγκρουσης αυτής συνιστά ο αρραβώνας από τη νηπιακή ηλικία, που θεωρούσαν έθιμο στη Μ. Ασία. Όσο κι αν το θρησκευτικό στοιχείο έχει αρχίσει να εξασθενεί στις μέρες μας , παραμένει εμπόδιο στην επιτυχή προσέγγιση των δύο λαών. Με την επικράτηση του εθνικισμού, την "εικόνα" του "άλλου" ανέλαβε να διαμορφώσει η δημόσια εκπαίδευση και στα δύο κράτη. Μέσα από τα βιβλία της Ιστορίας, καθώς και τα λογοτεχνικά έργα προβλήθηκαν στερεότυπα, σύμφωνα με τα οποία, ο αντίπαλος λαός είναι κακός, ύπουλος και εγκληματικός. Τα στερεότυπα αυτά του παρελθόντος έχουν πλέον βαθιές ρίζες στα λαϊκά στρώματα των δύο χωρών. Ένα σημαντικό πρόβλημα, που ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την εχθρότητα Ελλάδας και Τουρκίας, είναι το Κυπριακό ζήτημα. Η αδυναμία συνεννόησης των δύο κοινοτήτων του νησιού, μετά την αποχώρηση των Βρετανών, οδήγησε στην εισβολή , κατοχή και τον εποικισμό του βορείου τμήματος της Κύπρου. Η επιμονή της Τουρκίας για δημιουργία τουρκοκυπριακού κράτους διαιωνίζει το πρόβλημα και δυσχεραίνει τη λύση του. Όλες οι παραπάνω διαφορές Ελλάδας και Τουρκίας κάνουν το χάσμα μεταξύ των δύο χωρών να μοιάζει αγεφύρωτο. Ωστόσο, υπάρχει τρόπος να επιτευχθεί η ομαλή προσέγγισή τους. Σε πρώτο επίπεδο, τα δύο κράτη οφείλουν να ενισχύσουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες αποσύροντας τα εμπόδια που ορθώνονται σε αυτή τη διαδικασία. Η πορεία προς την οικονομική ανάπτυξη δεν επιτρέπεται να ανακόπτεται από εθνικιστικές εξάρσεις στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αντίθετα, επιβάλλεται η ανάδειξη των κοινών εθίμων και παραδόσεων. Μπορούν να διοργανωθούν συνέδρια πολιτιστικού περιεχομένου, τα οποία θα εξετάζουν τις κοινές πολιτιστικές καταβολές των δύο λαών. Μάλιστα, οι Έλληνες και οι Τούρκοι νέοι δύνανται να ενισχύσουν την προσπάθεια προσέγγισης με εκδηλώσεις είτε στην Τουρκία είτε στην Ελλάδα, που θα περιλαμβάνουν παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια από τις δύο χώρες. Η αντιπαράθεση των πολιτιστικών στοιχείων αναπόφευκτα θα προβληματίσει τους νέους, που θα κατανοήσουν τη μεγάλη ομοιότητα. Μάλιστα, σημαντική κρίνεται και η συμβολή του κινηματογράφου στην καλλιέργεια εύφορου εδάφους για ελληνοτουρκική φιλία. Με ελληνοτουρκικές παραγωγές και συμμετοχή Ελλήνων και Τούρκων ηθοποιών σε κινηματογραφικά έργα θα προωθηθεί το πνεύμα συνεργασίας. Στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης επιβάλλεται να επικρατήσει ένα κλίμα αμοιβαίας θρησκευτικής ανεκτικότητας και διαλόγου ανάμεσα στις δύο θρησκείες. Ο θρησκευτικός φανατισμός δεν πρέπει να έχει θέση στο διάλογο των δύο χωρών. Επιπλέον, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της ιστορικής έρευνας από μεικτές ομάδες Τούρκων και Ελλήνων επιστημόνων με στόχο την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Έτσι, θα ήταν δυνατόν να εκδοθεί κοινό σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας για τις δύο χώρες, ώστε να μη δημιουργούνται προκαταλήψεις. Ταυτόχρονα, χρειάζεται κριτική προσέγγιση των λογοτεχνικών έργων και γενικά έργων τέχνης από τους πολίτες των δύο κρατών, ώστε να μην καλλιεργείται πνεύμα εχθρότητας. Κι ακόμη, στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα βοηθήσουν οι ανταλλαγές μαθητών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Το Ζήτημα, βέβαια, που χρήζει αμέσως επίλυσης είναι το Κυπριακό. Με διαλλακτικότητα θα πρέπει να εξεταστούν τα προτεινόμενα σχέδια για επίλυση, χωρίς όμως να υπονομεύονται τα εθνικά συμφέροντα. Επιβάλλεται η συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς(π.χ. Ο.Η.Ε. και Ε. Ε.)για την εύρεση μιας αποδεκτής και από τις δύο πλευρές λύσης. Παράλληλα, Η Ελλάδα θα πρέπει να υποστηρίξει την πορεία ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γιατί η επιβολή στην Τουρκία του κοινοτικού κεκτημένου θα σημάνει την έναρξη μιας νέας εποχής για την Τουρκική δημοκρατία. Θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, που καταστρατηγούνται στη σημερινή Τουρκία, θα αποκατασταθούν. Άρα, θα υπάρχει ελευθερία έκφρασης, αλλά και διακίνησης προϊόντων και ανθρώπων. Σε καμιά περίπτωση δεν θα ωφελήσει τη χώρα μας η επίκληση της διεθνούς νομοθεσίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Αν και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι θα μας δικαιώσει το Διεθνές Δικαστήριο, είναι πολύ πιθανό η λύση που θα δώσει να είναι ενδιάμεση και να μας δυσαρεστήσει. Τα νέα δεδομένα που θα προκύπτουν από την ελληνοτουρκική προσέγγιση δεν γίνονται εύκολα αποδεκτά από τους πολίτες των χωρών αυτών. Γι' αυτό, η νέα γενιά, απαλλαγμένη από στερεότυπα και προκαταλήψεις, οφείλει να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στα δύο κράτη. Μπορεί να μην επιτύχει την ουτοπική συναδέλφωση των Τούρκων και των Ελλήνων, αλλά σίγουρα θα κατορθώσει με τη ριζοσπαστική της διάθεση να θέσει τις προϋποθέσεις για ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των δύο λαών".